- δραπέτευμα
- δρᾱπέτ-ευμα, ατος, τό, = foreg., Diocl.Com.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δραπέτευμα — δραπέτευμα, το (Α) η δραπέτευση … Dictionary of Greek
δραπέτευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύματι — δραπέτευμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπέτευση — η (AM δραπέτευμα, το Μ και δραπέτευσις, η) απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά … Dictionary of Greek